Τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί από ώρα πάνω από τη δασόπυκνη κορυφή του Μπέλες άρχισαν να κατρακυλούν σαν αφρισμένα κύματα προς την κοιλάδα. Ένας δυνατός άνεμος διαδέχθηκε την άπνοια που επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα νερά της λίμνης άρχισαν να ταράζονται.
Οι καλαμιώνες κυμάτισαν με χάρη στο φύσημα του ανέμου. Οι μέχρι πριν λίγο ζωηροί και φωνακλάδες ερωδιοί κούρνιασαν κάτω από την ισχνή προστασία των σκελετωμένων κορμών που υψώνονταν μέσα από τα πρασινόχρωμα νερά. Οι νεοσσοί τους έπαψαν κι εκείνοι να καλούν δυνατά για τροφή. Η φύση κρατούσε την ανάσα της. Οι πρώτες βαριές σταλαγματιές άρχισαν να ραπίζουν την επιφάνεια της λίμνης, ενώ από μακριά, πίσω από τα βουνά, αντιλαλούσαν απειλητικές βροντές. Καθώς η καταιγίδα ξεσπούσε με μανία πάνω στην Κερκίνη και στα διψασμένα χωράφια, ένιωσα μέσα μου το δέος που προκαλεί η ανεξέλεγκτη δύναμη των στοιχείων της φύσης. Νερό, βλάστηση, ζωή, άνθρωποι και πουλιά. Η Κερκίνη επέμενε στην πορεία της μέσα στο χρόνο και στις εποχές, ζούσε, ανάσαινε, γεννοβολούσε και επώαζε.
Πριν εβδομήντα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας 1920, ο τόπος είχε μια όψη τελείως διαφορετική. Ίσως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ήταν η φύση τότε, όταν ακόμα λειτουργούσε σχεδόν ανενόχλητη από την ανθρώπινη επέμβαση. Ελάχιστα πράγματα είχαν αλλάξει από τις περιγραφές του Ηρόδοτου τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν στην περιοχή αυτή της βόρειας Μακεδονίας ζούσαν λαοί όπως οι Βισάλτες, οι Ήδωνες και οι Παίονες. Τότε, στα αρχαία χρόνια, υπήρχαν εδώ δύο λίμνες, η Κερκινίτιδα και η Πρασσιάδα. Στα γύρω δάση, εκτός από τσακάλια, αρκούδες, λύκους, ελάφια και ζαρκάδια, ζούσαν και αρκετά λιοντάρια, το αγαπημένο θήραμα των νεαρών ευγενών Μακεδόνων. Τα λιοντάρια γρήγορα εξαφανίστηκαν από τα μέρη αυτά, αλλά οι Ευρωπαίοι περιηγητές στα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρονταν στην περιοχή με έντονα χρώματα, περιγράφοντας με έκπληξη και θαυμασμό την πλούσια πανίδα της, τους αετούς, τους γύπες και τα τεράστια κοπάδια των υδρόβιων πτηνών. Η λίμνη της Κερκίνης ήταν και τότε, όπως και σήμερα, ένας νευραλγικός κόμβος πάνω στο μονοπάτι των αδιάκοπων ετήσιων μεταναστεύσεων των πουλιών.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το λεκανοπέδιο των Σερρών καλυπτόταν από μια σειρά μικρές λίμνες και βάλτους. Το σύστημα αυτό τροφοδοτούσε ο Στρυμόνας, που κατέβαινε ορμητικός από τη Βουλγαρία μέσα από το στενό του Ρούπελ, το αρχαίο Κλειδίον. Καθώς ο ποταμός έμπαινε στην κοιλάδα έχανε την ορμή του, και η κοίτη του απλωνόταν ελεύθερα, σχηματίζοντας μικρές νησίδες από ιλύ και φερτά υλικά. Ύστερα έστρεφε το ρου του νοτιοανατολικά, μέσα από μικρούς μαιανδρικούς παραπόταμους και αυλάκια, τροφοδοτώντας τη λίμνη Κερκίνη. Από κει, συνέχιζε ακόμη ανατολικότερα για να χυθεί στη λίμνη του Αχινού. Οι δυο λίμνες που δέχονταν τα νερά από τις συχνές πλημμύρες του ποταμού, κάθε τόσο φούσκωναν και κατέκλυζαν με τα νερά τους τα δάση και τα λιβάδια, συντηρώντας έτσι έναν πολύπλοκο και πλούσιο ιστό ζωής. Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά το 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ρεύμα που ακολούθησε αποτέλεσαν τα αίτια για τη ριζική επέμβαση του ανθρώπου πάνω στους άλλοτε άγριους βιότοπους της λεκάνης της Κερκίνης.
[…] Σκαρφάλωσα στο χορταριασμένο ανάχωμα που περιβάλλει τη λίμνη. Στα βόρεια υψωνόταν κατάφυτο με οξιές και έλατα το τείχος του Μπέλες, το όρος Κερκίνη, φράζοντας την εύφορη κοιλάδα των Σερρών. Δυτικά το Μαυροβούνι. Πάνω στα ατάραχα νερά της λίμνης καθρεφτίζονταν τα βουνά και οι λεύκες. Παράμερα, δίπλα στα διψασμένα χωράφια, φούντωναν συστάδες από βάτα, καλαμιές, ιππουρίδες και ψαθί. Πεταλούδες και λιβελλούλες παντού, ανάμεσα σε αγριοτριανταφυλλιές, φουντουκιές, κρανιές, φράξους, φλαμουριές και άπειρα πολύχρωμα αγριολούλουδα, που πλημμύριζαν το τοπίο με μεθυστικά αρώματα. Στα ρηχά νερά της όχθης, στη λασπουριά, κρυμμένοι οι μικροί βάτραχοι περίμεναν υπομονετικά το επόμενο άτυχο έντομο που θα τους πλησίαζε. Μέσα από το νερό ξεπετάγονταν κάποια δέντρα, άλλα ξεραμένα, άλλα ακόμα καταπράσινα, τα υπολείμματα του παραποτάμιου δάσους που κάποτε απλωνόταν παντού και που τώρα έχει περιοριστεί σε μερικές εκατοντάδες στρέμματα στα βόρεια της λίμνης. Καθώς προχωρούσα πάνω στο ανάχωμα, έβλεπα δεμένες στα δέντρα τις ρηχές ξύλινες βάρκες των ντόπιων ψαράδων, τις πλάβες όπως τις αποκαλούν σ’ αυτά τα μέρη. Λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες, μικροτσικνιάδες έστεκαν ακίνητοι παραμονεύοντας τη λεία τους, μικρά ψάρια που βρίθουν στα ρηχά νερά.
Στην άλλη μεριά της λίμνης, τη βορειοδυτική, ένα διαφορετικό τοπίο με περίμενε. Άσπρα και κίτρινα νούφαρα απλώνονταν παντού και έκαναν την επιφάνεια του νερού να μοιάζει με πράσινο χαλί. Κι εδώ πουλιά. Φαλαρίδες, χουλιαρομύτες, καστανοκέφαλοι γλάροι, χαλκόκοτες, λαγγόνες και, πού και πού, κάποιος αργυροπελεκάνος να σχίζει νωχελικά τα νερά της λίμνης.
[…] Ογδόντα πέντε χιλιάδες πρόσφυγες ήρθαν να κατοικήσουν το 1922 στα χωριά του λεκανοπεδίου. Εδώ τους περίμεναν η φτώχεια, η πείνα και τα κουνούπια. Ειδικά η ελονοσία αποδεκάτισε συστηματικά τον πληθυσμό. Λένε πως, μέσα σε λίγα χρόνια, δέκα χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την αρρώστια αυτή. Το 1928 το ελληνικό κράτος ανέθεσε στην αμερικανική εταιρεία John Monks-Ulen & Co. («Ούλεν») τη μελέτη και εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων. Σ’ αυτά περιλαμβανόταν η διευθέτηση της κοίτης του Στρυμόνα και αναχωματικά έργα, καθώς και η αποξήρανση της λίμνης του Αχινού και των γύρω ελών. Μέσα σε έξι χρόνια τα έργα είχαν ολοκληρωθεί και δεκάδες χιλιάδες στρέμματα εύφορης γης αποδόθηκαν στη γεωργία.
Αρχικά οι επιπτώσεις των έργων στην αυτόχθονη πανίδα ήταν καταστροφικές. Τα περισσότερα οικοσυστήματα αφανίστηκαν κάτω από τις μπουλντόζες και τα αναχώματα. Ευτυχώς, στην περιφέρεια της λίμνης επέζησαν μερικοί βιότοποι που μπορούσαν ακόμα να φιλοξενήσουν κάποιους πληθυσμούς πουλιών. Αυτοί οι βιότοποι έγιναν η μαγιά για τη σταδιακή αναγέννηση της λίμνης. Σιγά σιγά η φυσική πανίδα ανέκαμψε. Καλαμιώνες και ψαθιά άρχισαν να σκεπάζουν μεγάλες εκτάσεις της τεχνητής πλέον λίμνης. Τα καταπράσινα λιβάδια αναβίωσαν και ένα τεράστιο παρόχθιο δάσος γεμάτο αρμυρίκια, ιτιές, κλήθρα, πλατάνια και λεύκες κάλυψε τις προσχωσιγενείς εκτάσεις που δημιουργούσε με τις στερεοπαροχές του ο ποταμός. Τα πουλιά ξαναγύρισαν. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ορνιθολόγοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται την οικολογική σημασία του υγρότοπου και να μελετούν συστηματικά την πανίδα του.
[…] Η Κερκίνη είχε εκείνη την ώρα μια αύρα μελαγχολική. Ο ήλιος έδυε και πάνω στο νερό καθρεφτίζονταν ροδοκόκκινα και κίτρινα σύννεφα, σαν αδρές πινελιές πάνω σε πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής. Στον ουρανό διέκρινα τις μεγαλοπρεπείς σκιές ενός κοπαδιού πελεκάνων που έψαχναν το μέρος που θα κούρνιαζαν για τη νύχτα. Οι πελεκάνοι φτερούγιζαν αμέριμνοι, όπως κάνουν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Η λίμνη έδινε ένα ζωντανό παράδειγμα αγαστής συνύπαρξης. Τριακόσια είδη πουλιών, τριάντα είδη ψαριών, δεκατέσσερα είδη ερπετών και άπειρα έντομα και φυτά συμβιώνουν αρμονικά σε έναν αέναο κύκλο ζωής. Οι εποχές προσπερνούν η μία την άλλη και σκορπίζουν παντού ομορφιά. Ακούω από μακριά το βραχνό απόηχο του κρωξίματος των ερωδιών και χαμογελώ.
*Τα ανωτέρω αποσπάσματα προέρχονται από κείμενο του Γιώργου Ζαρκαδάκη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Experiment – Γαιόραμα» (τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 1997).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου