Του Γιώργου Καραμπελιά*
Όταν ξαφνικά φτάσαμε στην ώρα της αλήθειας, σε σχέση με την παρουσία της Ελλάδας στην ευρωζώνη, παρενέβησαν και γεωπολιτικοί παίkτες οι οποίοι, την προηγούμενη περίοδο, ήταν σχετικά ανενεργοί. Η Γαλλία, την τελευταία στιγμή της κρίσης, αποφάσισε να αναλάβει τη «σταυροφορία» της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη τόσο έναντι του «κακού» Σόιμπλε όσο και έναντι των Αμερικανών, που είχαν φανεί να ταλαντεύονται την τελευταία περίοδο μεταξύ παραμονής και εξόδου της Ελλάδας, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενά μας. Επιπλέον, φάνηκαν στη σκακιέρα να μπαίνουν δύο ακόμα παράγοντες, η χρηματιστηριακή κρίση της Κίνας και η μεγάλη πολιτική αλλαγή που συνέβη στην Πολωνία ένα μήνα πριν, και η οποία φαίνεται να επηρεάζει σαφώς τη στάση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ντόναλντ Τουσκ. Η αλλαγή στη γαλλική πολιτική –η Γαλλία ανέλαβε μάλιστα να συγγράψει και το ελληνικό κείμενο, μαζί με τον Χουλιαράκη και τον Τσακαλώτο–, φάνηκε καθαρά όχι μόνο από την ενεργητικότερη στάση του Ολάντ, του Μοσκοβισί και του πρωθυπουργού Βαλς, αλλά κυρίως από την αιφνίδια μεταστροφή του Σαρκοζί. Πράγματι, ενώ μέχρι πριν τέσσερις μέρες ο Σαρκοζί υποστήριζε ανοιχτά την ανάγκη ενός grexit, αίφνης, από την Τετάρτη 8 Ιουλίου, τάχθηκε ενάντια σε αυτό με το γνωστό κατηγορηματικό του ύφος. Δηλαδή, η Γαλλία έpριξε όλο το βάρος της στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ενάντια στη Γερμανία που φαινόταν να έχει προσχωρήσει (ακόμα και η Μέρκελ) στη στρατηγική Σόιμπλε. Παράλληλα, και ο προεδρος Ντόναλντ Τουσκ εμφανίστηκε ως φιλέλληνας ενώ μέχρι πριν ανήκε μάλλον στους σκληρούς και τους υποστηρικτές του grexit. Αυτή η αλλαγή μπορεί να ερμηνευτεί μόνο αν συνυπολογίσουμε πως η Πολωνία είναι ίσως ο σταθερότερος σύμμαχος των ΗΠΑ στην ηπειρωτική Ευρώπη ενώ προσφάτως εξέλεξε έναν ανοικτά αντιγερμανό πρόεδρο της χώρας. Φαίνεται λοιπόν πως, εν τέλει, και στις ΗΠΑ επικράτησε, τουλάχιστον προσωρινά, το σενάριο της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη και της ενίσχυσης του αντιγερμανικού άξονα, ή έστω των αντιγερμανικών δυνάμεων στο εσωτερικό της.
Όπως έχουμε εξηγήσει στο παρελθόν, επί μακρόν, η στρατηγική των ΗΠΑ κινείται σε περισσότερα από ένα επίπεδα και εναλλακτικές λύσεις. Απλώς, μόνιμο χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι η αποδυνάμωση της γερμανικής παντοδυναμίας στην Ευρώπη. Η παρέμβαση της κινεζικής κρίσης και του γαλλικού παράγοντα, και η ταύτιση του Σαρκοζί (στο κόμμα του οποίου ανήκει και η κ. Λαγκάρντ) με την πολιτική Ολάντ καταδεικνύουν πως, εν τέλει, μοιάζει να επιλέγεται, χωρίς ακόμα να είμαστε εντελώς σίγουροι, η πολιτική διατήρησης της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Πιστεύω δε πως η κινεζική χρηματιστηριακή κρίση (μέσα σε ελάχιστες μέρες, χάθηκαν τρία τρισεκατομμύρια ευρώ στα κινεζικά χρηματιστήρια) λειτούργησε αποτρεπτικά για οποιαδήποτε, έστω και μικρή αναταραχή, με ένα ελληνικό grexit που κινδύνευε να προστεθεί στον κινέζικο χρηματιστηριακό Αρμαγεδώνα.
Όπως εξάλλου έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, το βασικό όπλο το οποίο διαθέτει η Ελλάδα, που μέχρι σήμερα έχει αποτρέψει την εφαρμογή της στρατηγικής Σόιμπλε, ήταν και παραμένει γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Οι σταθερές της αμερικανικής πολιτικής και ευρύτερα της αγγλοσαξωνικής και των συμμάχων της παραμένουν η «λύση» του κυπριακού και της αντιπαράθεσης με την Τουρκία στο Αιγαίο με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η ενίσχυση των δεσμών της με το Ισραήλ. Έτσι, η Κύπρος και το Αιγαίο παραμένουν τα βασικά όπλα τα οποία, προσφερόμενα στους Τούρκους και διασφαλίζοντας και την ισραηλινή εμπλοκή, όπως συμβαίνει με τα κοιτάσματα αερίου της Κύπρου, θα επιτρέπουν ένα μίνιμουμ συνοχής του δυτικού στρατοπέδου στην περιοχή, με τη συμβολή μάλιστα και της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Αυτοί παραμένουν οι κεντρικοί στόχοι των ΗΠΑ, με την Ελλάδα εντός ή εκτός ευρωζώνης. Εξ ου και οι σιβυλλικές συμπεριφορές και δηλώσεις του ΔΝΤ και την Αμερικανών από την αρχή της κρίσης του 2010. Γι’ αυτό εξάλλου είναι υποχρεωμένοι να «αλλάζουν πολύ συχνά άλογα» στην πολιτική τους. Δηλαδή, ενώ η αφετηρία τόσο της κυβέρνησης του ΓΑΠ όσο και εν πολλοίς του Σαμαρά και των στενών του συμβούλων ήταν φιλοαμερικανική, εν τούτοις η εφαρμογή των μνημονίων ανεδείκνυε πάντα στο τέλος του δρόμου τη γερμανική προτεραιότητα, διότι οι Γερμανοί βάζουν τα χρήματα και αυτοί εν τέλει ελέγχουν την ευρωζώνη. Έτσι, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα την εποχή των μνημονίων, ξεκινούν φιλοαμερικανικές και καταλήγουν γερμανικές! Ήταν προφανής η διολίσθηση και της κυβέρνησης Σαμαρά (βοηθούντος και του εκβιασμού μέσω της Ζήμενς και των μιζών) προς μία φιλογερμανική κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί και το ΔΝΤ, κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησής του, να τον σαμποτάρουν ανοιχτά.
Σήμερα, οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι προωθούν την επιτάχυνση της λύσης των αντιθέσεων στο Αιγαίο και κυρίως ένα νέο σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, επισπεύδοντας τις σχετικές διαδικασίες και προφανώς θα ήθελαν μία φιλική κυβέρνηση προς αυτά τα σχέδια στην Ελλάδα, που θα συνέβαλλε με την παρουσία της στην ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου. Και κυκλοφορούν διάφορα σχέδια περί του Κυπριακού από φιλικές προς τον ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις, με λύσεις που αποδέχονται το καθεστώς της διζωνικής διχοτόμησης.
Πολλοί φίλοι θεωρούν πως ίσως υπερβάλλουμε σε μία κατεύθυνση «συνωμοσιολογίας». Εγώ ο ίδιος παλαιότερα, νεότερος και βαθιά ποτισμένος από τον μαρξιστικό ντετερμινισμό, υποτιμούσα τον πολιτικό και τον γεωπολιτικό παράγοντα, εμμένοντας μόνο στις ταξικές αντιθέσεις με μια στενή και οικονομίστικη έννοια του όρου. Σήμερα, τόσο από την εμπειρία μου όσο και από τη βαθύτερη γνώση της ιστορίας, έχω καταλήξει πως και οι ταξικές αντιθέσεις εκφράζονται πάντα μέσα από γεωπολιτικά και πολιτικά παίγνια. Ιδιαίτερα δε, σε χώρες μικρού ή μεσαίου μεγέθους, με μεγάλα εθνικά προβλήματα, μεγάλη ταξική ρευστότητα και σε περιοχές συνάντησης πολλαπλών αντιθέσεων και συγκρούσεων μικρών και μεγάλων δυνάμεων, εκεί αυτές οι αντιθέσεις και οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί αποκτούν αποφασιστική σημασία. Και εδώ παρεμβαίνουν και ιστορικοί παράγοντες. Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αν όχι και πριν από αυτό, οι αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον προσανατολισμό της χώρας. Γι’ αυτό, όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος, τα τρία κυρίαρχα κόμματα αποκαλούνταν επισήμως ως το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα. Έκτοτε, δεν κατορθώσαμε ποτέ να ξεφύγουμε από αυτόν τον αποφασιστικό ετεροκαθορισμό, ο οποίος, ενώ δεν αναιρεί τις ταξικές αντιθέσεις, διαπλέκεται μαζί τους και τις εκφράζει ή τις στρεβλώνει.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα ξένα συμφέροντα επικεντρώνονται αποφασιστικά στο πολιτικό σύστημα, τη διανόηση και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι Αμερικανοί και το αγγλοσαξωνικό λόμπι και οι Γερμανοί προσπαθούν να ελέγξουν κατεξοχήν τη διανόηση και τον τύπο, καθώς και τα πολιτικά κόμματα.
Σε μία ρευστή κοινωνική πραγματικότητα και σε μια κοινωνία εθισμένη στις ξένες επεμβάσεις, η σύνδεση με τα συμφέροντα της μίας ή της άλλης δύναμης μεταβάλλεται μάλλον σε κανονικότητα. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά μία σχέση πρακτορικού χαρακτήρα, αλλά πολύ συχνά σύμπτωση συμφερόντων και προώθηση των «φίλιων» δυνάμεων, έτσι ώστε να είναι περίεργο μάλλον το αντίθετο, δηλαδή η ύπαρξη πολιτικών και μιντιακών δυνάμεων που να μην είναι συνδεδεμένες με ξένα συμφέροντα και επιδιώξεις!
Με αυτή τη έννοια, λοιπόν, κατανοούμε πολύ βαθύτερα τα λόγια του ποιητή πως η χώρα μας είναι «ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι» και όσοι άνθρωποι αρνούνται να έχουν μπάρμπα στην Κορώνη περιθωριοποιούνται συστηματικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά από αυτή την παρέκβαση και μέσα σε μία στιγμή οξύτατης κρίσης, θα πρέπει να ξαναδούμε με καθαρό βλέμμα τις διαμάχες που εκτυλίσσονται σήμερα στην Ελλάδα και να τις τοποθετήσουμε όσο πιο ορθά γίνεται στη γεωπολιτική τους διάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου