Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 2π.Χ. ή το 7π.Χ. σύμφωνα με ιστορικούς, θεολόγους, αλλά και τον Πάπα. Ο λάθος υπολογισμός έγινε από τον Διονύσιο τον Μικρό (Dionysius Exiguus, 470μ.Χ.-544μ.Χ.), τον εφευρέτη του σύγχρονου ημερολογίου και του διαχωρισμού της ιστορίας σε δύο εποχές βάσει της γέννησης του Ιησού, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το Γρηγοριανό Ημερολόγιο. Όπως και να έχει, η ημερομηνία γέννησης του Ιησού είναι άγνωστη και μπορούμε μόνο λογικά να συμπεράνουμε πως έλαβε χώρα κάποια ανοιξιάτικη νύχτα, καθώς η αφήγηση με τον στάβλο που όλοι ξέρουμε, αναφέρει βοσκούς στην ύπαιθρο με τα ζώα τους.
Πολύ πριν την εξάπλωση του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ακόμα και πριν τη γέννηση του Ιησού, τηρούνταν έθιμα που μοιάζουν με τα σημερινά Χριστούγεννα, όπως το Yule του γερμανικού παγανισμού, οι γιορτές του χειμερινού ηλιοστάσιου και τα Σατουρνάλια.
Το χειμερινό ηλιοστάσιο (25 Δεκεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) είχε μεγάλη σημασία για τους αρχαίους, καθώς οι κοινότητες της εποχής δεν γνώριζαν αν θα αντέξουν τον χειμώνα, και έπρεπε να προετοιμάζονται επί εννέα μήνες για να τον περάσουν χωρίς λοιμούς, που ήταν συχνοί. Κατά το έθιμο, έκοβαν έναν μεγάλο κορμό (Yule log) και τον έκαιγαν. Η φωτιά έπρεπε να κρατήσει καθ’ όλη την σκοτεινή αυτή εποχή του χειμώνα, συμβολίζοντας το φως και τη γέννηση, μέχρι την αρχή της άνοιξης.
Λόγω λοιπόν της σπουδαιότητας της εποχής και επειδή οι αγρότες δεν είχαν σκληρή δουλειά το χειμώνα, αλλά και δεδομένου ότι τότε σφάζανε τα ζώα τους και είχαν αφθονία κρέατος για λίγο καιρό, πολλές γιορτές έκαναν την εμφάνισή τους την περίοδο αυτήν, από τα μέσα Δεκέμβρη και μετά.
Μία από αυτές τις γιορτές είναι τα Σατουρνάλια (από το Saturn, Κρόνος – στα ελληνικά ονομάζονταν «Κρόνια»), που κρατούσαν μια βδομάδα (17 με 23 Δεκέμβρη), χρονολογούνται αρκετούς αιώνες πριν τη γέννηση του Ιησού, και γιορτάζονταν σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκειά τους γινόταν θυσίες στο Ναό του Κρόνου, δημόσια γεύματα, μοίρασμα δώρων σε παιδιά και μεγάλους, πολλά γλέντια και γενικά επικρατούσε πανηγυρική διάθεση, με τους πολίτες να επιδίδονται σε κατά τα άλλα απαγορευμένες πρακτικές, όπως ο τζόγος. Εθιμικά, αντιστρέφονταν οι ρόλοι αφεντάδων και σκλάβων, με τους πρώτους να σερβίρουν τους δεύτερους στο εορταστικό τραπέζι, οι οποίοι εκείνες τις μέρες δεν μπορούσαν να τιμωρήσουν τους δούλους τους ακόμα και αν έδειχναν ασέβεια απέναντί τους. Ο ποιητής Κάτουλος αναφέρει τα Σατουρνάλια ως «τις καλύτερες μέρες», και ο Οράτιος σαν «Δεκεμβριανή ελευθερία». Έκλεινε η αγορά, τα σχολεία, τα δικαστήρια και δεν μπορούσε να κηρυχτεί πόλεμος. Μετά το τέλος των δημόσιων τελετών, συνέχιζαν τις γιορτές σε οικογενειακή ατμόσφαιρα στο σπίτι, και όσοι είχαν τα μέσα, θυσίαζαν έναν χοίρο. Ακόμα, στα Σατουρνάλια οι εορτάζοντες φορούσαν αμφιέσεις, μια συνήθεια που εξελίχτηκε στις απόκριες.
Τα Γιουβενάλια ιδρύθηκαν από τον Νέρωνα το 59μ.Χ., όταν πρώτη φορά ξύρισε τα γένια του, συμβολίζοντας το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Ήταν γιορτή της γονιμότητας, με κέντρο τους εφήβους και γιορτάζονταν με χορούς, μίμους και θεατρικές παραστάσεις, όπου όμως λάβαιναν μέρος όλοι οι πολίτες, νέοι και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες.
Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού, τέτοιες παγανιστικές γιορτές έπρεπε να καταργηθούν, κάτι που όμως αποδείχτηκε δύσκολο λόγω της δημοτικότητάς τους. Τον τρίτο αιώνα υπήρξαν ενστάσεις, ότι ο εορτασμός των γενεθλίων είναι αντι-χριστιανικός, βασισμένες στο ότι τέτοιοι εορτασμοί γίνονταν από άπιστους όπως ο Ηρώδης (Κατά Μάρκον 6:21-27) και ο Φαραώ (Γένεση 40:20-22), και στο ότι κάποιοι άγιοι καταράστηκαν την ημέρα που γεννήθηκαν, όπως ο Ιερεμίας (Ιερεμίας 20:14-15) και ο Ιώβ (Ιώβ 3:1-16). Αν και τέτοιες αντιρρήσεις ξεπεράστηκαν εύκολα, το 303μΧ. ο Arnobius γελοιοποιεί την ιδέα να γιορτάζονται τα γενέθλια των θεών, κάτι που μας δείχνει ότι μέχρι και τις αρχές του 4ου αιώνα στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είχε γίνει έθιμο ακόμα η γιορτή των Χριστουγέννων.
Είχε όμως οριστεί η 25η Δεκεμβρίου σαν μέρα γέννησης του Χριστού, και σταδιακά ο εορτασμός της αντικατέστησε τις παγανιστικές γιορτές, κρατώντας πολλά στοιχεία από αυτές. Η γενική πανηγυρική ατμόσφαιρα, η παύση δημόσιων δραστηριοτήτων (κλείσιμο σχολείων, αγοράς, δημόσιων υπηρεσιών) και ο οικογενειακός χαρακτήρας των Χριστουγέννων προέρχονται από αυτές τις γιορτές, όπως και το μοίρασμα δώρων, που απέκτησε σιγά-σιγά κεντρικό ρόλο στους εορτασμούς, αφομοιώνοντας τον βίο του Αγίου Νικολάου, αναμεμειγμένο με στοιχεία βόρειων παραδόσεων.
Ο Άγιος Νικόλαος (270μ.Χ.-343μ.Χ.) έμεινε γνωστός για τη γενναιόδωρη διάθεσή του απέναντι στους φτωχούς, με χαρακτηριστικό το περιστατικό όπου χάρισε προίκες στις τρεις κόρες ενός ευλαβούς Χριστιανού, ώστε να μην καταλήξουν στους δρόμους. Τον Μεσαίωνα χαρίζονταν δώρα στα παιδιά στο όνομά του, την παραμονή της γιορτής του (6 Δεκεμβρίου). Κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης (τον 16ο αιώνα), ο Λούθηρος θέλοντας να εστιάσει το ενδιαφέρον των παιδιών στον Χριστό και όχι στη λατρεία αγίων, άλλαξε την ημερομηνία του εθίμου από τις 6 στις 25 Δεκεμβρίου.
Κατά τον εκχριστιανισμό γερμανικών φύλων, αφομοιώθηκε η εικόνα του Όντιν, ενός γενειοφόρου με μπλε μανδύα που μοίραζε δώρα από το γκρίζο του άλογο με τα οχτώ πόδια.
Στη Νορβηγία κάποιος μυθικός «Tomte» μοίραζε δώρα τα Χριστούγεννα φορώντας κόκκινο καπέλο.
Ο μεγαλόσωμος Πατέρας των Χριστουγέννων της Αγγλίας, εκτός από δώρα, μοίραζε και το εύθυμο αίσθημα των ημερών ντυμένος στα πράσινα. Η πιο διάσημη εικονογράφησή του ήταν σαν «Φάντασμα των Παρόντων Χριστουγέννων» για το βιβλίο του Ντίκενς «Το Πνεύμα των Χριστουγέννων».
Έτσι, το έθιμο του Άγιου Νικόλαου, «Sinterklaas» στα Ολλανδικά, μεταφέρθηκε στην Αμερική και μετονομάστηκε σε Santa Claus από αγγλόφωνους, μετατρέποντας το άλογο του Όντιν σε έλκηθρο με τάρανδους, ντύνοντάς τον στα κόκκινα όπως ο Tomte, και εμφανίζοντάς τον σαν έναν παχουλό, χαρωπό Πατέρα των Χριστουγέννων.
Από το ποίημα ενός ιερέα, το «Μια επίσκεψη από τον Αγ. Νικόλαο» του 1837, καθορίστηκε η συνήθεια του Άη-Βασίλη να προσγειώνεται στις οροφές των σπιτιών και να μπαίνει από την καμινάδα με έναν σάκο γεμάτο παιχνίδια. Η πρώτη ζωγραφιά με τη μορφή του όπως την ξέρουμε σήμερα είναι από το περιοδικό Harper’s Weekly του 1863, σχεδιασμένη από τον Thomas Nast. Στον ίδιο μάλλον οφείλεται και ο Βόρειος Πόλος σαν τόπος κατοικίας του, από μια συλλογή έργων του που συμπεριλάμβανε και ένα ποίημα με αυτήν την λεπτομέρεια του μύθου. Αργότερα, στον μύθο συμπεριλήφθηκε και η σύζυγός του, καθώς και τα ξωτικά-βοηθοί του, που φτιάχνουν τα, χειροποίητα πάντα, παιχνίδια.
Ήταν πολύ πιο μετά, τη δεκαετία του 1930, που ο Άη-Βασίλης χρησιμοποιήθηκε από την Coca-Cola σε διαφημίσεις της, και δεν ήταν καν η πρώτη εταιρία που τον εκμεταλλεύτηκε, με την σημερινή του εμφάνιση. Το 1923 εμφανίστηκε σε διαφημίσεις τζιντζιμπύρας, το 1915 μεταλλικού νερού και στα τέλη του 19ου αιώνα σε εξώφυλλα του περιοδικού Puck.
Στην Ελλάδα, ο μύθος αυτός του Santa Claus έφτασε τη δεκαετία του ’50, από συγγενείς μετανάστες που έστελναν κάρτες στις οικογένειές τους. Εδώ όμως, και ίσως και σε άλλες ορθόδοξες χώρες, τα δώρα δεν τα μοιράζει ο Άη-Νικόλας, αλλά ο Άη-Βασίλης. Ο Άγιος Βασίλειος (ή Μέγας Βασίλειος ή Βασίλειος Καισαρείας), που προφανώς δεν είχε σχέση με έλκηθρα, χιόνια, αλλά ούτε και με δώρα, έμεινε γνωστός για το φιλανθρωπικό του έργο, αφού ίδρυσε το Πτωχοκομείο (ή «Βασιλειάδα»), όπου φροντίζονταν φτωχοί, ξένοι και άλλες ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Η ιστορία του συνδέθηκε με την ιστορία του Santa Claus μάλλον λόγω συνθηκών (από ανάγκη), αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία τηρεί τις ονομαστικές γιορτές (που φυσικά δεν αλλάζουν) και δεν μπορούσε το μοίρασμα χριστουγεννιάτικων δώρων να γίνεται στις 6 Δεκεμβρίου (δηλαδή 15 μέρες πριν την ημέρα Χριστουγέννων), καθώς θα χανόταν η συνέχεια του εθίμου. Σαν εναλλακτική επιλέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος, μάλλον λόγω του φιλανθρωπικού του έργου, σαν συναφές με το μοίρασμα δώρων, και λόγω του κοντινού της ημερομηνίας εορτασμού του.
Από τη γερμανική παράδοση προέρχεται και το στόλισμα δέντρου, που υπήρχε σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο στη χώρα από τον 15ο αιώνα. Όταν, το 1940, η βασίλισσα Βικτώρια παντρεύτηκε τον ξάδερφό της, πρίγκιπα Άλμπερτ της Γερμανίας, αυτός μετέφερε το έθιμο στην Αγγλία, και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Πολλές φορές ο εορτασμός των Χριστουγέννων απαγορεύτηκε από την Προτεσταντική θρησκεία, γιατί θεωρήθηκε πολύ παγανιστικός ή μη-βιβλικός.
Πηγές:
Φωτογραφίες:
- http://www.mtunion.org/Auxiliary.html
- http://pagunview.com/2012/12/05/in-search-of-the-true-spirit-of-christmas/
- http://yuleblog.us/2012/vintage-christmas-puck-magazine-dec-9-1896/
- http://www.whiterocking.org/santa.html
- http://www.adbranch.com/coca-cola-santa-claus-1931-1949/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου